Ινσουλινοαντίσταση και Υπερινσουλιναιμία
Ορισμοί και Παθογένεια:
Όπως αναλύεται εκτενώς και σε άλλα σημεία της ιστοσελίδας μας (βλ. ενημερώσεις για το σακχαρώδη διαβήτη), η Ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που εκκρίνεται από το Πάγκρεας και ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αυτό το επιτυγχάνει διευκολύνοντας τη μεταφορά γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα κύτταρα, όπου θα αποτελέσει καύσιμη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Η δράση αυτή της ινσουλίνης είναι τόσο σημαντική, που σε απουσία της ορμόνης τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανέρχονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και αναπτύσσεται σακχαρώδης διαβήτης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις (παχυσαρκία, πολυκυστικές ωοθήκες, προδιάθεση για διαβήτη, υπερέκκριση κορτιζόλης κ.α.), μολονότι δεν επηρεάζεται αρνητικά η παραγωγή και η έκκριση της ινσουλίνης, διαταράσσεται η προαναφερθείσα δράση της στα κύτταρα. Έτσι, παρά την παρουσία της ινσουλίνης η γλυκόζη δεν μπορεί να ρυθμιστεί, καθώς οι ιστοί "αντιστέκονται" στη δράση της (Ινσουλινοαντίσταση). Για να το αντιμετωπίσει αυτό ο οργανισμός, εξωθεί το πάγκρεας σε υπερβολική παραγωγή ινσουλίνης, τόσο που τα επίπεδά της στο αίμα να αυξάνονται από 2 έως και 10 φορές πάνω από το φυσιολογικό (Υπερινσουλιναιμία). Το φαινόμενο αυτό είναι τόσο συχνό που απαντάται περίπου στο 20-26% του ενηλίκου πληθυσμού σε Ευρώπη και Αμερική.
Μεταβολικές και ορμονικές επιπλοκές:
Η υπερινσουλιναιμία λοιπόν αναπτύσσεται ως μία αντιρροπιστική απάντηση του οργανισμού στην Ινσουλινοαντίσταση. Έτσι, η υπερπαραγώμενη ινσουλίνη θα κατορθώσει τελικά να κατεβάσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα ώστε να μην αναπτυχθεί διαβήτης. Εντούτοις, οι αυξημένες ποσότητες ινσουλίνης ασκούν πολλές αρνητικές μεταβολικές επιπδράσεις, ορισμένες από της οποίες είναι η απορρύθμιση του μεταβολισμού, η αύξηση του βάρους σώματος, η υπερπαραγωγή ανδρογόνων, η αυξημένη τριχοφυΐα, οι διαταραχές της περιόδου στις γυναίκες και η ανάπτυξη αγγειακών επιπλοκών. Επιπρόσθετα, η μακροχρόνια υπερέκκριση ινσουλίνης μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε "παγκρεατική εξάντληση" με αδυναμία επαρκούς παραγωγής της ορμόνης και τελικά σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου-2.
Μεταβολικές και Ορμονικές επιπλοκές της Ινσουλινοαντίστασης
Διάγνωση:
Η ινσουλινοαντίσταση αναγνωρίζεται κατά πρώτον κλινικά, καθώς οδηγεί σε εμφάνιση σημείων και συμπτωμάτων που επισημαίνονται από τον ειδικό ιατρό και υποδηλώνουν την παρουσία της. Επί υποψίας της διαταραχής, αυτή επιβεβαιώνεται στη συνέχεια εργαστηριακά. Έτσι, στις πιο έκδηλες περιπτώσεις αρκεί ακόμη και μία απλή πρωινή αιμοληψία για να τεθεί η διάγνωση, ενώ σε πιο οριακές καταστάσεις απαιτείται συνήθως ειδικότερος αιματολογικός έλεγχος με καμπύλη γλυκόζης-ινσουλίνης.
Αντιμετώπιση:
Σε θεραπευτικό επίπεδο, τρεις (3) είναι οι βασικοί άξονες αντιμετώπισης της υπερινσουλιναιμίας και πρέπει πάντοτε να συνδυάζονται ιδανικά μεταξύ τους:
α) Κατάλληλη αναπροσαρμογή της διατροφής. Οι ασθενείς οφείλουν να ακολουθούν διαιτολόγιο που να περιέχει τουλάχιστον 5 γεύματα ημερησίως, με συγκεκριμένη ποσότητα και ποιότητα θρεπτικών συστατικών ανά γεύμα και με αποφυγή κατά το δυνατόν των ευαπορρόφητων υδατανθράκων όπως είναι η σάκχαρη, τα γλυκά, οι χυμοί, το λευκό ψωμί κλπ.
β) Εξατομικευμένα προγράμματα άσκησης. Τονίζεται ότι ακόμη και το απλό περπάτημα επιφέρει σημαντική βελτίωση των μεταβολικών παραμέτρων της υπερινσουλιναιμίας.
γ) Ειδική φαρμακευτική αγωγή με μετφορμίνη, α-λιποϊκό οξύ, ινοσιτόλη κ.α. Τα σκευάσματα αυτά πρέπει να συνταγογραφούνται πάντοτε από ιατρό και μετά από κατάλληλη αξιολόγηση του κάθε ασθενούς.
Η ινσουλινοαντίσταση αναγνωρίζεται κατά πρώτον κλινικά, καθώς οδηγεί σε εμφάνιση σημείων και συμπτωμάτων που επισημαίνονται από τον ειδικό ιατρό και υποδηλώνουν την παρουσία της. Επί υποψίας της διαταραχής, αυτή επιβεβαιώνεται στη συνέχεια εργαστηριακά. Έτσι, στις πιο έκδηλες περιπτώσεις αρκεί ακόμη και μία απλή πρωινή αιμοληψία για να τεθεί η διάγνωση, ενώ σε πιο οριακές καταστάσεις απαιτείται συνήθως ειδικότερος αιματολογικός έλεγχος με καμπύλη γλυκόζης-ινσουλίνης.
Αντιμετώπιση:
Σε θεραπευτικό επίπεδο, τρεις (3) είναι οι βασικοί άξονες αντιμετώπισης της υπερινσουλιναιμίας και πρέπει πάντοτε να συνδυάζονται ιδανικά μεταξύ τους:
α) Κατάλληλη αναπροσαρμογή της διατροφής. Οι ασθενείς οφείλουν να ακολουθούν διαιτολόγιο που να περιέχει τουλάχιστον 5 γεύματα ημερησίως, με συγκεκριμένη ποσότητα και ποιότητα θρεπτικών συστατικών ανά γεύμα και με αποφυγή κατά το δυνατόν των ευαπορρόφητων υδατανθράκων όπως είναι η σάκχαρη, τα γλυκά, οι χυμοί, το λευκό ψωμί κλπ.
β) Εξατομικευμένα προγράμματα άσκησης. Τονίζεται ότι ακόμη και το απλό περπάτημα επιφέρει σημαντική βελτίωση των μεταβολικών παραμέτρων της υπερινσουλιναιμίας.
γ) Ειδική φαρμακευτική αγωγή με μετφορμίνη, α-λιποϊκό οξύ, ινοσιτόλη κ.α. Τα σκευάσματα αυτά πρέπει να συνταγογραφούνται πάντοτε από ιατρό και μετά από κατάλληλη αξιολόγηση του κάθε ασθενούς.
ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟΣ - ΔΙΑΒΗΤΟΛΟΓΟΣ
Δημήτριος Η. Στεφανόπουλος MD, MSc, PhD
Λυβησίου 2 & Καλαφάτη, Νέα Μάκρη - 19005
Επικοινωνία: Τηλ/Fax.: 22940 50727, Κιν. 697 97 79 215
Email: dsteph[email protected]
Περιοχές κάλυψης:
Νέα Μάκρη - Ραφήνα - Μαραθώνας - Αρτέμιδα - Πικέρμι - Παλλήνη - Κηφισιά - Χαλάνδρι / ΑΤΤΙΚΗ
Δημήτριος Η. Στεφανόπουλος MD, MSc, PhD
Λυβησίου 2 & Καλαφάτη, Νέα Μάκρη - 19005
Επικοινωνία: Τηλ/Fax.: 22940 50727, Κιν. 697 97 79 215
Email: dsteph[email protected]
Περιοχές κάλυψης:
Νέα Μάκρη - Ραφήνα - Μαραθώνας - Αρτέμιδα - Πικέρμι - Παλλήνη - Κηφισιά - Χαλάνδρι / ΑΤΤΙΚΗ